προσάγεται

προσάγεται
προσάγω
bring to
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • QUADRAGESIMA — Graecis Τεσσαρακοςτὴ, vectigalis species fuit, apud Romanos quod non de rebus venalibus, sed litibus, summisque controversis, pendi solebat, apud Sueton. in Calig. c. 40. Item telonii nomen seu portorii Publicanis pendi soliti, quod cum aliis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • μπαούλο — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη κυρίως ενδυμάτων αλλά και, γενικά, οικιακών σκευών, σεντούκι, κασέλα 2. μτφ. (για πρόσωπα) α) υπερβολικά παχύς («από το πολύ φαΐ έγινε μπαούλο») β) ανόητος άνθρωπος, κούτσουρο… …   Dictionary of Greek

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

  • προσάγετ' — προσά̱γετο , προσάγω bring to imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) προσά̱γετε , προσάγω bring to imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) προσάγετε , προσάγω bring to pres imperat act 2nd pl προσάγετε , προσάγω bring to pres ind act 2nd pl προσάγεται …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”